στάθμηση

στάθμηση
η / στάθμησις, -ήσεως, ΝΜΑ [σταθμῶ]
υπολογισμός τού βάρους, ζύγισμα
νεοελλ.
1. η εξασφάλιση τής κατακόρυφης ή τής οριζόντιας διεύθυνσης
2. μτφ. υπολογισμός, μέτρηση, αξιολόγηση
3. (στατιστ.) υπολογισμός τής βαρύτητας που αποδίδεται σε κάθε στοιχείο ενός δείκτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιστάθμησις — ἐπιστάθμησις, ἡ (Α) στάθμηση, ζύγισμα …   Dictionary of Greek

  • ξάγι — το (ΑΜ εξάγιον, Μ και εξάγι[ν] και αξάγι[ν] και ξάγι[ν] και ξάγιο) νεοελλ. 1. κόσκινο ή άλλο δοχείο ορισμένης χωρητικότητας με το οποίο μετρείται το ποσοστό τού αλέσματος που κατακρατείται από τον μυλωνά ως δικαίωμα για την άλεση 2. η αμοιβή τού… …   Dictionary of Greek

  • στάθμιση — η, Ν [σταθμίζω] η στάθμηση …   Dictionary of Greek

  • ψυχοστασία — Το ζύγισμα των ψυχών πάνω σε πλάστιγγα. Η ιδέα αυτή συναντάται στην αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία, ως κρίση των νεκρών. Ανάλογη με τα αποτελέσματα του ζυγίσματος ήταν και η ευτυχία της μέλλουσας ζωής. Στην ομηρική εποχή, η ψ. ήταν διαφορετική και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”