- στάθμηση
- η / στάθμησις, -ήσεως, ΝΜΑ [σταθμῶ]υπολογισμός τού βάρους, ζύγισμανεοελλ.1. η εξασφάλιση τής κατακόρυφης ή τής οριζόντιας διεύθυνσης2. μτφ. υπολογισμός, μέτρηση, αξιολόγηση3. (στατιστ.) υπολογισμός τής βαρύτητας που αποδίδεται σε κάθε στοιχείο ενός δείκτη.
Dictionary of Greek. 2013.